- ανολκη
- ἀνολκήἀν-ολκήἥ втаскивание, поднимание
(λίθων Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λίθων Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανολκή — η (Α ἀνολκή) [ολκή] νεοελλ. Ναυτ. (για πλοία) ανέλκυση στην ξηρά μέ μηχανικά κυρίως μέσα αρχ. έλξη προς τα επάνω, ρυμούλκηση … Dictionary of Greek
ἀνολκῆς — ἀνολκή hauling up fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνολκήν — ἀνολκή hauling up fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανολκεύς — ο είδος βαρούλκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανολκή. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον ταγματάρχη Γρηγόριο Χαντσερή, ως απόδοση του γαλλ. la chevre] … Dictionary of Greek
περίτροχος — η, ο / περίτροχος, ον, ΝΜΑ [περιτρέχω] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περίτροχο σύσκευο από σχοινί με κόμπους που χρησιμοποιείται για την ανολκή τού σχοινιού ή τής αλυσίδας τής άγκυρας μσν. αρχ. 1. κυκλοτερής, σφαιρικός (α. «ἐν δὲ μετώπῳ λευκόν σῆμ… … Dictionary of Greek